Στα τέλη Μαΐου του 1941 είχε συμπληρωθεί ένας μήνας από την παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς, που ολοκλήρωναν τις επιχειρήσεις τους στην Ελλάδα με την κατάληψη της Κρήτης. Ο Μανώλης Γλέζος (9/9/1922) και ο Λάκης Σάντας (22/2/1922) ήταν δύο νεαροί φοιτητές, που δάκρυζαν, όπως και χιλιάδες Αθηναίοι, βλέποντας τη γερμανική σβάστικα να κυματίζει στην Ακρόπολη. Το χιτλερικό σύμβολο προκαλούσε την ελληνική υπερηφάνεια. Έπρεπε, λοιπόν, να κατέβει…
Το παράτολμο σχέδιο γεννήθηκε στο μυαλό τους ένα ανοιξιάτικο σούρουπο στο Ζάππειο, καθώς αντίκριζαν την Ακρόπολη και στρώθηκαν στη δουλειά για να το υλοποιήσουν. Πήγαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και διάβασαν ό,τι σχετικό με τον Ιερό Βράχο. Στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια ανακάλυψαν όλες τις σπηλιές και τις τρύπες της Ακρόπολης. Γρήγορα, αντιλήφθηκαν ότι η μόνη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους γερμανούς φρουρούς ήταν μέσω του Πανδρόσειου Άντρου.
Το πρωί της 30ης Μαΐου 1941, ο Γλέζος και ο Σάντας πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο ότι η Κρήτη είχε πέσει. Οι Γερμανοί με προκηρύξεις κόμπαζαν για το κατόρθωμά τους. Οι δύο νέοι αποφάσισαν να δράσουν το ίδιο βράδυ. Όπλα δεν είχαν, παρά μόνο ένα φαναράκι κι ένα μαχαίρι. Η ώρα είχε φθάσει 9:30 το βράδυ. Η μικρή φρουρά της Ακρόπολης ήταν μαζεμένη στην είσοδο των Προπυλαίων και διασκέδαζε με νεαρές Ελληνίδες, που πουλούσαν τον ερωτά τους, πίνοντας μπύρες και μεθοκοπώντας.
Με άγνοια κινδύνου, πήδηξαν τα σύρματα, σύρθηκαν ως τη σπηλιά του Πανδρόσειου Άντρου και άρχισαν να σκαρφαλώνουν από τις σκαλωσιές, που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για τις ανασκαφές. Φθάνοντας σε απόσταση ολίγων μέτρων από τον ιστό της σημαίας δεν αντιλήφθηκαν κανένα φρουρό και με γρήγορες κινήσεις κατέβασαν από τον ιστό το μισητό σύμβολο του ναζισμού. Ήταν μία τεράστια σημαία, διαστάσεων 4x2 μ. Είχαν φθάσει πια μεσάνυχτα. Οι δύο «κομάντος» δίπλωσαν και πήραν μαζί τους τη σημαία και ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο απομακρύνθηκαν από την Ακρόπολη, χωρίς και πάλι να γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς, που συνέχιζαν τη διασκέδασή τους.
Με έκπληξη η γερμανική φρουρά αντιλήφθηκε νωρίς το πρωί ότι η σβάστικα έλειπε από τον ιστό. Οι γερμανικές αρχές πανικοβλημένες διέταξαν ανακρίσεις. Μόλις στις 11 το πρωί ανάρτησαν μια νέα σημαία στον κενό ιστό.
Γλέζος και Σάντας καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο, οι άνδρες της φρουράς εκτελέστηκαν, οι έλληνες διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιοχής απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντά τους, ενώ για τους φύλακες της Ακρόπολης δεν προέκυψε κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο.
Η υποστολή της σβάστικας από την Ακρόπολη αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Αθήνα, μία ενέργεια με συμβολικό χαρακτήρα, αλλά τεράστια απήχηση στο ηθικό των δοκιμαζόμενων Ελλήνων. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ιδρύθηκαν οι δύο μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΔΕΣ.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Μανώλης Γλέζος συνελήφθη τρεις φορές από τους Γερμανούς, φυλακίστηκε και κατόρθωσε να δραπετεύσει, ενώ ο Λάκης Σάντας ξέφυγε από τους διώκτες του και κατετάγη στον ΕΛΑΣ.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/146#ixzz33DEAKdUX
Ορισμενα δημοσιευματα της εποχης μπορειτε να βρειτε ΕΔΩ.
Πριν από λίγες μέρες ο Μανώλης Γλέζος εκλέχθηκε Ευρωβουλευτής και στα 92 του χρόνια θα συνεχίσει τον αγώνα για δικαιοσύνη και αποκατάσταση από τον Γερμανό κατακτητή.
Ο Λάκης Σάντας έφυγε το 2011. Είχε αφηγηθεί πολλά από τα κατορθώματά του την περίοδο της κατοχής. Σε μια συνέντευξή του είχε πει:
Το άλλο είναι στην οδό Πετράκη που είναι πάροδος της οδού Μητροπόλεως, μέσα ένα στενάκι, εκεί είχε ένα καφενείο που ήταν το στέκι μας. Η έδρα της πανυπαλληλικής ήταν στο Υπουργείο Γεωργίας, εκεί ήταν όλα τα κεντρικά στελέχη. Αλλά είχαμε εξουδετερώσει όλους τους χαφιέδες και δε μπορούσα να μας βρουν εκεί πέρα. Και είχαμε στέκι εκεί στο καφενείο. Απέναντι ακριβώς ήταν ένα μέρος επιταγμένο, πρώην ξενοδοχείο στο οποίο μένανε Ιταλοί αεροπόροι, της ιταλικής Αεροπορίας, με φρουρά κτλ.
Αυτοί λοιπόν, όταν έγινε η παράδοση, οι αεροπόροι ήταν περισσότερο από τους άλλους αντικαθεστωτικοί και θέλανε όλοι να παραδοθούν. Μόνο θέλανε πολιτικά ρούχα για να μην τους πιάσουν οι Γερμανοί. Πολλοί είχαν κάνει και φλερτ με Ελληνίδες κτλ. Δηλαδή ήταν σαν κι εμάς, δεν ήταν κακοί. Για να μη σας πολυλογώ, τους παίρναμε τα όπλα, τα βάζαμε μέσα σε κάτι κοφίνια και από κει τα κουβαλάγαμε απέναντι που ήταν μια ΕΒΓΑ, μετά τη Μητρόπολη, ένας δρόμος πήγαινε μέχρι επάνω, είχαμε μια ΕΒΓΑ και εκεί είχαμε τα κοφίνια όπου βάζαμε μέσα τα όπλα κι από πάνω λαχανικά και τα βάζαμε στο καρότσι και τα πηγαίναμε κάτω στην αποθήκη, στην οδό Αιόλου.
Τα παίρναμε λοιπόν με τσουβάλια από μέσα από το καφενείο και τα πηγαίναμε απέναντι. Σε ένα τσουβάλι από αυτά που πήρα είχα τα όπλα, τις σφαίρες, τις χειροβομβίδες και τα είχα όλα μέσα στο σακί. Και προχωράω στην οδό Πετράκη για να περάσω απέναντι τη Μητροπόλεως. Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί έχουν βγάλει ανακοίνωση ότι όποιος Έλληνας συλληφθεί να κάνει συναλλαγή με Ιταλό στρατιώτη θα τουφεκίζεται επί τόπου, για να μας σταματήσουν, να μην παίρνουμε τα όπλα. Και σε μια στιγμή, όπως κουβαλάω το σακί, είχε μια τρύπα το σακί και από το βάρος, κάνει έτσι και γεμίζει κάτω το πεζοδρόμιο με σφαίρες, χειροβομβίδες κτλ. Και μου μένουν στα χέρια μόνο τα όπλα.
Εν τω μεταξύ απέναντι είναι κόσμος. Είναι ένας Αστυφύλακας, κάτι γυναίκες, κάτι άντρες, οι οποίοι κοκαλώσανε όλοι. Εγώ λοιπόν τι κάνω τώρα: Ο άλλος από πίσω έχει βγάλει το πιστόλι γιατί περιμένει, περνάνε οι Γερμανοί εν τω μεταξύ με τις μοτοσικλέτες κι ένα πολυβόλο επάνω, συνέχεια. Και τα έχουν χάσει όλοι. Εγώ, σα να μη συμβαίνει τίποτα, βάζω κάτω το σακί, ανοίγω το σακί, ανοίγω το σακί, ανοίγω το σακί, βάζω μέσα τις σφαίρες, τις χειροβομβίδες κι όλα αυτά, το πιάνω έτσι το σακί και περνάω τη Μητροπόλεως έτσι, με το σακί έτσι. Την ώρα που το έκανα έτσι και έπιασα το σακί να το σηκώσω, έρχεται ένας γέρος από κει με άσπρα μαλλιά και μου λέει: «Γεια σου παλικάρι μου!» Και όταν με ρωτήσανε τα παιδιά σε ένα σχολείο, είπα ότι το μεγαλύτερο παράσημο το οποίο έχει πάρει, ήταν αυτό. Και είπα στα παιδιά αυτή την ιστορία. Και σηκωθήκανε όλα και χειροκροτούσαν.
Πολύ ωραία ιστορία είναι αυτή.
Επίσης για τα παιδιά ήθελα να σας πω το εξής: Όταν πηγαίνω στα σχολεία να μιλήσω, μετά μου βάζουν γραμματάκια, ποιηματάκια, ζωγραφίζουν κτλ. Εν τω μεταξύ κάθονται και ακούνε όταν τους λέω την ιστορία για τη σημαία. Πώς μπήκαμε, για τον Εριχθόνιο, με ρωτάνε για τον Εριχθόνιο, αν ήταν μεγάλος ο όφις. Ένας από αυτούς λοιπόν καθόταν μπροστά, ήταν πιτσιρικάς, πρωτάκι. Μου λέει «θέλω να σου πω». Του λέω «έλα εδώ». Ήρθε λοιπόν και του λέω: «Λέγε». Ήρθε λοιπόν κοντά στο αυτί μου, δεν ήθελε να τον ακούσουν οι άλλοι, μου λέει «δε φοβήθηκες;» Του λέω «Πώς; Βεβαίως και φοβήθηκα. Αμα δεις κανέναν και σου πει ότι δε φοβάται, λέει ψέματα. Όλοι φοβόμαστε. Όλοι. Αλλά όταν πρέπει να γίνει, πρέπει να το κάνουμε. Εκεί ξεχωρίζουν οι άνθρωποι. Εντάξει;» «Εντάξει». «Δώσε μου ένα φιλάκι τώρα» Αυτά είναι τα παιδιά, τα Ελληνόπουλα.
ΠΗΓΗ : tvxs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου